Skip to content

Country:

Greece

Court:

Civil Court of Appeal of Piraeus, 301/2001, No 304414

Topics:

Existing liability regimes

General Tort law - Proof of Damage/Producer's Defences

Damage, non-material

Articles:

Art. 4

Art. 7(b)

Art. 9(b)(ii)

Art.13

Facts:

The claimant bought a chocolate from a kiosk and after consuming half of it, realised that it contained live micro-organisms (worms). A couple of hours later he felt a malaise and strong stomach-ache and went to the hospital, where he was subjected to stomach-washing and other unpleasant treatment for food poisoning. He brought a penal claim for breach of art.30(15) of the "Market Regulation Code" occasioning "moral damage" against both the kiosk owner and the producer. The former was acquitted on the grounds that he had committed no tort, whereas the latter was convicted to four months imprisonment. The manufacturer appealed, claiming that defendant did not prove that the defect was caused by her negligence. The Court of appeal rejected the claim based on factual evidence of the "Civil-Veterinary Service" which proved the producer's liability and granted €5.865 to the claimant for "moral damage".

Legal questions:

(1) Can the claimant enjoy the rights granted by the national rules of law on contractual or non-contractual liability?

(2) a) What does the consumer need to prove for actionable damage?

b) How can the producer rebut responsibility?

(3) Who bears the burden of proof in a "moral damage" claim?

Decisions:

(1) Yes. The Court of Appeal, giving effect to art.14(5) of the Act 2251/1994, in accordance with art.13 of the Directive, granted to the claimant the rights of the national rules on non-contractual liability. Namely, art.14(5) provides that "if in a particular situation the common provisions grant to the consumer a higher protection than the particular disposition of this law, the common provisions are applied".

(2) a) The general rule of art.338 of Code of Civil Procedure, which requires the claimant to prove the real facts necessary to bring a claim, is hard to be applied in consumer/producer cases of, as the former lacks the indispensable knowledge and is alien to the production procedure. The difficulty is solved by the recourse to the "theory of the sphere of influence or origin of the risks"; viz. it is sufficient for the producer to prove the actual manifestation of harm, and the necessary degree of causal link between the manifestation and the actual use of the product.

b) In response, the producer can seek to prove the lack of breach of his duty of care; that the defect of the product is not due to the deficient construction or maintenance till he left the company or that the deficient construction or maintenance is not due to his fault or any fault of the staff he was in charge of.

(3) Despite the contrary provisions of the Civil Code in a claim in tort for "moral damage", which places the burden of proof on the consumer, Greek jurisprudence suggests an alternative approach, similar to the one described in (2)

Comments:

(2) Art.4 of the Directive, which is not implemented in the Act 2251/1994, is however followed through national civil law.

Original text:

301/2001 ΕΦ ΠΕΙΡ (304414)#

ΔΕΕ/2001 (1147), ΕΕΜΠΔ/2001 (495), ΝΟΒ/2002 (125), ΠΕΙΡΝΟΜΟΛ/2001 (419) Ευθύνη του παραγωγού ελαττωματικών προϊόντων. Ο ν. 2251/1994 που καθιερώνει την ανωτέρω ευθύνη, δεν αποκλείει τα δικαιώματα που μπορεί να έχει ο ζημιωθείς βάσει των διατάξεων περί ενδοσυμβατικής ή εξωσυμβατικής ευθύνης του κοινού δικαίου (συρροή αξιώσεων). Χρηματική ικανοποίηση του ζημιωθέντα καταναλωτή λόγω ηθικής βλάβης ή ψυχικής οδύνης. Ο ενάγων καταναλωτής, βαρύνεται με την επίκληση και απόδειξη της αντικειμενικής βλαπτικής ελαττωματικότητας του προϊόντος κατά το χρόνο της κατά τον προορισμό της χρήσης αυτού, καθώς και της ζημίας που υπέστη, ο δε παραγωγός βαρύνεται με την επίκληση και απόδειξη του ότι η κατά τον ανωτέρω χρόνο ελαττωματικότητα του προϊόντος δεν οφείλεται σε πλημμελή κατασκευή ή συντήρηση αυτού μέχρι την έξοδό του από την επιχείρησή του ή ότι η τυχόν πλημμέλεια κατασκευής ή συντήρησής του δεν οφείλεται σε δικό του πταίσμα ή σε πταίσμα των προσώπων για τα οποία αυτός ευθύνεται. Οσον αφορά την αξίωση του ζημιωθέντα κατά του παραγωγού ελαττωματικού προϊόντος για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης ή ψυχικής οδύνης, αρκεί η παραβίαση της συναλλακτικής υποχρέωσης και δεν απαιτείται απόδειξη πταίσματος του ζημιώσαντος, ο οποίος, όμως, απαλλάσσεται, εάν αποδείξει ότι δεν τον βαρύνει πταίσμα ως προς την παράβαση της ανωτέρω υποχρέωσής του από την οποία προκλήθηκε η ηθική βλάβη κλπ. Περιστατικά. Βλ. σημείωση Ιω. Καράκωστα στο ΔΕΕ σελ. 1149.

Εφετείο Πειραιώς 301/2001

Πρόεδρος: Ευ. Σταυρουλάκης

Εισηγητής: Σπ. Μιτσιάλης

Δικηγόροι: Θ. Κοντοβαζαινίτης, Ι. Παραράς

ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ : .....................................................

Με την κοινή υπουργική απόφαση Β 7535/1077/31.3.1988 των Υπουργών Εθνικής Oικονομίας, Δικαιοσύνης, Βιομηχανίας, Ενέργειας και Τεχνολογίας και Εμπορίου, που εκδόθηκε κατ' εξουσιοδότηση του ν. 1338/1983 (αρ. 2 παρ. 1 περ. η), τέθηκε σε ισχύ στην Ελλάδα από τις 30.7.1988 η οδηγία 85/374/25.7.1985 της ΕΟΚ "για την προσέγγιση των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων των Κρατών - μελών σε θέματα ευθύνης λόγω ελαττωματικών προϊόντων", που εξέδωσε στις 25.7.1985 το Συμβούλιο Υπουργών των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων. Στη συνέχεια με το ν.1961/1991 "για την προστασία του καταναλωτή και άλλες διατάξεις" (αρ. 50) καταργήθηκε η πιο πάνω υ.α. και ρυθμίστηκε εκ νέου η ευθύνη του

παραγωγού για τα ελαττωματικά προϊόντα (αρ. 7-17). Ο νόμος αυτός τροποποιήθηκε με το αρ. 26 του ν. 2000/1991. Τέλος, εκδόθηκε και ισχύει ήδη ο ν. 2251/1994 για την "προστασία των καταναλωτών". Στο αρ. 6 παρ. 1 του ν. 2251/1994 ορίζεται ότι "ο παραγωγός ευθύνεται για κάθε ζημία που οφείλεται σε ελάττωμα του προϊόντος του". Η διάταξη αυτή δεν έχει απλώς προγραμματικό χαρακτήρα, αλλά θέτει τα στοιχεία του πραγματικού και αποτελεί τον ιδρυτικό της ευθύνης κανόνα δικαίου. Η συνειδητή παράλειψη του όρου υπαιτιότητα, υποδεικνύει το χαρακτήρα της διάταξης και της σχετικής ευθύνης, ως ευθύνης ανεξαρτήτως υπαιτιότητας. Η διάταξη ορίζει τα στοιχεία του πραγματικού, ήτοι το φορέα της ευθύνης (παραγωγό), το ελάττωμα και τη ζημία. Το ελάττωμα και η ζημία πρέπει να τελούν σε αιτιώδη σύνδεσμο, πράγμα που προβλέπεται ρητώς στο νόμο και αποδίδεται με τη φράση "ζημία που οφείλεται σε ελάττωμα", ενώ το ελαττωματικό προϊόν πρέπει να προέρχεται από τον παραγωγό, προϋπόθεση που υποδηλώνεται με την κτητική αντωνυμία "του". Ως παραγωγός θεωρείται ο κατασκευαστής τελικού προϊόντος, πρώτης ύλης ή συστατικού, καθώς και κάθε πρόσωπο που εμφανίζεται ως παραγωγός του προϊόντος επιθέτοντας σε αυτό την επωνυμία, το σήμα ή άλλο διακριτικό του γνώρισμα (αρ. 6 παρ. 2α του ως άνω νόμου). Ελαττωματικό είναι το προϊόν αν δεν παρέχει την εύλογα αναμενόμενη ασφάλεια ενόψει όλων των ειδικών συνθηκών και ιδίως της εξωτερικής εμφάνισης του, της εύλογα αναμενόμενης χρησιμοποίησής του και του χρόνου κατά τον οποίο τέθηκε σε κυκλοφορία (αρ. 6 παρ. 5 του νόμου αυτού). Εξάλλου, σύμφωνα με το αρ. 14 παρ. 5 εδ. α' του ίδιου νόμου "αν σε συγκεκριμένη περίπτωση οι κοινές διατάξεις παρέχουν στον καταναλωτή μεγαλύτερη προστασία από την ειδική ρύθμιση του νόμου αυτού, εφαρμόζονται οι κοινές διατάξεις". Από τη διάταξη αυτή, συνάγεται, ότι ο νόμος για την ευθύνη του παραγωγού ελαττωματικών προϊόντων, δεν αποκλείει τα δικαιώματα που μπορεί να έχει ο ζημιωθείς, με βάση τις διατάξεις περί ενδοσυμβατικής ή εξωσυμβατικής ευθύνης του κοινού δικαίου (συρροή αξιώσεων). Η ένταξη της ευθύνης του παραγωγού στο αδικοπρακτικό δίκαιο και ειδικότερα η πραγμάτωση της αντικειμενικής υπόστασης των αρ. 914, 200, 281 και 288 ΑΚ, προϋποθέτουν υπαίτια παραβίαση εκ μέρους του παραγωγού υποχρέωσης πρόνοιας ή ασφάλειας, από την οποία προέκυψε το ελάττωμα του πράγματος, που προκάλεσε τη ζημιογόνο προσβολή έννομου αγαθού. Σύμφωνα με το γενικό κανόνα του αρ. 338 παρ. 1 ΚΠολΔ, που ρυθμίζει το υποκειμενικό βάρος της απόδειξης, με βάση την αρχή, ότι κάθε διάδικος οφείλει να αποδείξει τα πραγματικά περιστατικά, που είναι αναγκαία για να στηρίζει την αυτοτελή αίτηση ή ανταίτησή του, επί αγωγής που θεμελιώνεται στην αδικοπραξία ο ζημιωθείς οφείλει να επικαλεστεί και να αποδείξει όλα τα στοιχεία του κανόνα δικαίου του αρ. 914 ΑΚ και συνεπώς εκτός από τα άλλα στοιχεία και την υπαιτιότητα του εναγομένου ή των προστηθέντων του. Οταν όμως ασκεί αγωγή ο καταναλωτής τυποποιημένου ελαττωματικού προϊόντος και επιδιώκει αποζημίωση για τη ζημία που υπέστη από τη χρήση τέτοιου προϊόντος, η εκ μέρους του ζημιωθέντος, που είναι ξένος προς τη διαδικασία παραγωγής του ελαττωματικού προϊόντος, απόδειξη της υπαίτιας παραβίασης συγκεκριμένης συναλλακτικής υποχρέωσης του παραγωγού και του συνδέσμου της παραβίασης με τη ζημία, προσκρούει πολλές φορές σε ανυπέρβλητα εμπόδια. Η επίλυση των δυσχερών αυτών αποδεικτικών προβλημάτων μπορεί επιτυχώς να γίνει με την προσφυγή στη θεωρία των σφαιρών επιρροής ή προέλευσης των κινδύνων (βλέπε για τη δογματική θεμελίωση της αρχής αυτής Ι. Καράκωστα, "Η ευθύνη του παραγωγού για ελαττωματικά προϊόντα" σελ. 88 επ.). Ετσι, ο ζημιωθείς πρέπει και αρκεί να επικαλεστεί και να αποδείξει τη συγκεκριμένη βλαπτική εκδήλωση της ελαττωματικότητας, που συνίσταται στο βλαπτικό αποτέλεσμα και τον αιτιώδη σύνδεσμο του αποτελέσματος με τη χρήση (συνήθη) του προϊόντος. Ο εναγόμενος παραγωγός έχει τη δυνατότητα να επικαλεστεί και να αποδείξει την έλλειψη αντικειμενικής αθέτησης των γενικών υποχρεώσεων πρόνοιας που τον βαρύνουν, ότι η ελαττωματικότητα του προϊόντος δεν οφείλεται σε πλημμελή κατασκευή ή συντήρηση αυτού μέχρι την έξοδο του από την επιχείρηση ή ότι η τυχόν πλημμέλεια κατασκευής ή συντήρησης δεν οφείλεται σε δικό του πταίσμα ή πταίσμα των προσώπων για τα οποία ευθύνεται σε όλα τα στάδια της κατασκευής. Περαιτέρω, από τη διάταξη του αρ. 6 παρ. 7 του ως άνω νόμου προκύπτει ότι δεν περιλαμβάνεται στο προστατευτικό πεδίο των ρυθμίσεων της και η αξίωση χρηματικής ικανοποίησης, λόγω ηθικής βλάβης ή ψυχικής oδύνης. Ετσι, η αξίωση του ζημιωθέντος κατά του παραγωγού ελαττωματικού προϊόντος για χρηματική ικανοποίηση, λόγω ηθικής βλάβης ή ψυχικής οδύνης, μπορεί να θεμελιωθεί μόνο στο πλαίσιο της αδικοπρακτικής ευθύνης του κοινού αδικοπρακτικού δικαίου (αρ. 914, 932 ΑΚ) ή στις διατάξεις των αρ. 914, 281, 288, 925 ΑΚ με ανάλογη εφαρμογή του αρ. 932 ΑΚ. Ο καταναλωτής, επομένως, βαρύνεται, κατά μία άποψη, με την απόδειξη του πταίσματος του παραγωγού, όταν επιδιώκει την αποκατάσταση χρηματικής ικανοποίησης, λόγω ηθικής βλάβης. Κατ' άλλη, όμως, διαμορφωθείσα από τη νομολογία, ευνοϊκότερη για τον καταναλωτή άποψη, την οποία υιοθετεί και το Δικαστήριο τούτο, κατ' ανάλογη εφαρμογή του αρ. 925 ΑΚ, που περιορίζεται στον τρόπο κατανομής του βάρους απόδειξης, λόγω της ταυτότητας του νομικού λόγου και δικαιολογείται από το ότι ο καταναλωτής είναι ξένος προς τη διαδικασία παραγωγής του ελαττωματικού προϊόντος και για το λόγο αυτό δεν είναι σε θέση να αποδείξει την αιτία του ελαττώματος, η οποία εμπίπτει στη σφαίρα ευθύνης του παραγωγού, αρκεί η παραβίαση της συναλλακτικής υποχρέωσης και δεν απαιτείται η απόδειξη πταίσματος του ζημιώσαντος, ο τελευταίος δε απαλλάσσεται αν αποδείξει, ότι δεν την βαρύνει πταίσμα ως προς την παραβίαση της συναλλακτικής υποχρέωσης από την οποία προκλήθηκε η ηθική βλάβη. Πιο συγκεκριμένα, ο ενάγων καταναλωτής βαρύνεται με την επίκληση και απόδειξη της αντικειμενικής βλαπτικής ελαττωματικότητας του προϊόντος κατά το χρόνο της κατά τον προορισμό του χρήσης αυτού και της ζημίας που επήλθε, ο δε παραγωγός με την επίκληση και απόδειξη του ότι η κατά τον παραπάνω χρόνο ελαττωματικότητα του προϊόντος δεν οφείλεται σε πλημμελή κατασκευή ή συντήρηση αυτού μέχρι την έξοδο του από την επιχείρησή του, ή ότι η τυχόν πλημμέλεια κατασκευής ή συντήρησης δεν οφείλεται σε δικό του πταίσμα ή σε πταίσμα των προσώπων για τα οποία αυτός ευθύνεται (βλέπε Γ. Καράκωστα, "Προστασία του καταναλωτή - ν. 2251/1994" εκδ. 1997, σελ. 101 επ., ιδιαίτερα σελ. 120 επ., του ίδιου, μελέτη εις ΝοΒ 36, 1361 επ., Αθ. Πουλιάδη, "Ευθύνη του παραγωγού και κατανομή του βάρους της αποδείξεως" εις ΝοΒ 35, 473 επ., Ανδρέα Παπανικολάου, "Το πρόβλημα της ευθύνης του κατασκευαστή τυποποιημένων προϊόντων" εις ΝοΒ 29, 1453 επ., ΕΑ 6704/1996 ΕΕμπΔ 1997, 708, σχετ. ΕΘεσ. 2052/1991 Δνη 33, 1243, ΕΘεσ. 930/1988 Αρμ Μ, 138, ΕΑ 7453/1988 Δνη 31, 848, ΕΘεσ. 1259/1977 Αρμ ΛΒ, 121). Στην προκειμένη περίπτωση η εναγομένη με τις προτάσεις της που υπέβαλε κατά την πρώτη συζήτηση στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, όπως προκύπτει από αυτές, αλλά και με τον πρώτο (1ο) λόγο της έφεσής της, ισχυρίζεται ότι η κρινόμενη αγωγή είναι αόριστη και σε κάθε περίπτωση κατ' ουσίαν αβάσιμη και συνεπώς, έπρεπε ν' απορριφθεί επειδή ο ενάγων δεν επικαλέστηκε, αλλά ούτε και απέδειξε, ότι η επικαλούμενη ελαττωματικότητα της σοκολάτας οφείλεται σε πταίσμα της ή σε πταίσμα των προσώπων για τα οποία ευθύνεται η ίδια. Με βάση όμως την προηγηθείσα σκέψη αρκεί η παραβίαση της συναλλακτικής υποχρέωσης της εναγομένης παραγωγού της ελαττωματικής σοκολάτας και δεν χρειάζεται ο ενάγων καταναλωτής να επικαλεσθεί και να αποδείξει πταίσμα αυτής, η δε εναγομένη μπορεί να απαλλαγεί αν επικαλεσθεί και αποδείξει τα αμέσως παραπάνω αναφερόμενα περιστατικά. Επομένως, ο ως άνω ισχυρισμός της εναγομένης και ο συναφής λόγος της έφεσής της, είναι αβάσιμοι κατά το νόμο και πρέπει ν' απορριφθούν.

.....Αποδείχτηκαν, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Ο ενάγων στις 21.2.1997 αγόρασε από περίπτερο που βρίσκεται επί των οδών ...στον Πειραιά και ανήκει στον Α.Χ., μία σοκολάτα γάλακτος "Ι" τύπου "Β" με σταφίδες και ξηρούς καρπούς, βάρους

100 γραμμαρίων. Τη σοκολάτα αυτή παρήγαγε και διέθεσε στην κατανάλωση η εναγομένη. Το γεγονός αυτό δεν αμφισβητείται από την τελευταία. Σύμφωνα με τα αναγραφόμενα στο εξωτερικό της συσκευασίας της η προθεσμία μέσα στην οποία έπρεπε να καταναλωθεί έληγε μετά από τέσσερις (4) μήνες. Στη συνέχεια και ενώ ο ενάγων είχε καταναλώσει τη μισή περίπου σοκολάτα, διαπίστωσε ότι αυτή περιείχε ζωντανούς μικροοργανισμούς (σκουλήκια). Μάλιστα προηγουμένως ο ενάγων είχε προσφέρει μικρά κομμάτια από τη σοκολάτα και σε άλλα πρόσωπα τα οποία είχαν διαπιστώσει και αυτά το ίδιο γεγονός. Αμέσως μετά ο ενάγων επικοινώνησε τηλεφωνικά με τα γραφεία της εναγομένης και ανέφερε το πιο πάνω γεγονός, πλην όμως η υπάλληλος της τελευταίας του ζήτησε να κρατήσει τη σοκολάτα και να επικοινωνήσει πάλι μαζί της τη Δευτέρα (ήταν Παρασκευή όταν έγινε η τηλεφωνική ως άνω επικοινωνία). Κατόπιν αυτού ο ενάγων μετέβη στο Τμήμα Αγορανομίας Πειραιώς, όπου παρέδωσε την ελαττωματική σοκολάτα και κατάγγειλε το περιστατικό. Τις απογευματινές ώρες της ίδιας ημέρας (Παρασκευή 21.2.1997) ο ενάγων αισθάνθηκε έντονη αδιαθεσία και κοιλιακούς πόνους γι' αυτό και πήγε στο Π.Γ. Νοσοκομείο Αττικής "ΚΑΤ", όπου διαπιστώθηκε ότι έπασχε από "διαρροϊκό σύνδρομο μετά από λήψη μολυσμένης τροφής". Υποβλήθηκε σε πλύση στομάχου και του συνεστήθη θεραπευτική φαρμακευτική αγωγή και αναρρωτική άδεια τριών (3) ημερών. Στις 22.2.1997 η ελαττωματική σοκολάτα εξετάστηκε από την Αστυκτηνιατρική υπηρεσία και βρέθηκε να έχει εμφανείς μακροσκοπικές μεταβολές και ουσιώδεις αλλοιώσεις των οργανοληπτικών χαρακτήρων, δηλαδή ανιχνεύθηκε κονιορτοποίηση των ξηρών καρπών και ένα σκουλήκι λευκού χρώματος, ζωντανό, μήκους ενός (1) εκατοστού του μέτρου. Για τους λόγους αυτούς η σοκολάτα κρίθηκε ακατάλληλη προς βρώση και επιβλαβής για τη δημόσια υγεία και διετάχθη η καταστροφή της.

Σημειώνεται ακόμη ότι ύστερα από τις παραπάνω διαπιστώσεις της Αστυκτηνιατρικής υπηρεσίας ασκήθηκε αυτεπάγγελτα ποινική δίωξη για παράβαση του αρ. 30 παρ. 15 του Αγορανομικού Κώδικα κατά του Α.Τ., διευθυντή και υπεύθυνου της εναγομένης και κατά του Α.Χ., ιδιοκτήτη του

παραπάνω περιπτέρου. Εκ τούτων ο Α.Τ. καταδικάστηκε τελεσίδικα με την 48/1998 απόφαση του Τριμελούς Αγορανομικού Δικαστηρίου Πειραιώς, που δίκασε κατ' έφεση, σε ποινή φυλάκισης τεσσάρων (4) μηνών επειδή αποδείχτηκε ότι η εναγομένη διέθεσε στον καταναλωτή ενάγοντα την εν λόγω σοκολάτα η οποία ήταν ακατάλληλη προς βρώση. Αντίθετα για την ίδια πράξη ο Α.Χ κηρύχθηκε αθώος με την 1169/1997 απόφαση του Μονομελούς Αγορανομικού Δικαστηρίου Πειραιώς, επειδή δεν αποδείχτηκε οποιαδήποτε μορφή υπαιτιότητας του κατηγορουμένου αυτού. Περαιτέρω, από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά στοιχεία αποδείχτηκε ότι η ελαττωματικότητα της σοκολάτας, από την κατανάλωση και μόνο της οποίας προκλήθηκε η προαναφερθείσα βλάβη της υγείας του ενάγοντος, οφείλεται σε πλημμελή κατασκευή αυτής εκ μέρους της εναγομένης. Ειδικότερα, όπως αποδείχτηκε, η εναγομένη χρησιμοποίησε κατά την παραγωγή της σοκολάτας αυτής αλλοιωμένους ξηρούς καρπούς, επί των οποίων αναπτύσσονται ταχύτατα παθογόνοι μικροοργανισμοί, κάτι που συνέβη και στην προκειμένη περίπτωση. Το ότι ήταν αλλοιωμένοι οι ξηροί καρποί κατά το χρόνο παραγωγής της σοκολάτας αβίαστα προκύπτει από το γεγονός που αποδείχτηκε ότι οι ξηροί καρποί βρέθηκαν κονιορτοποιημένοι, κάτι βέβαια που μετά την πρόσμειξη των υλικών δεν μπορεί να προκληθεί από άλλους εξωγενείς παράγοντες (ζέστη, υγρασία). Εξάλλου, η ανάπτυξη των παθογόνων μικροοργανισμών επί των αλλοιωμένων ξηρών καρπών στην εν λόγω σοκολάτα ευνοήθηκε σημαντικά και από το γεγονός ότι αυτή παρήχθη καλοκαίρι (22.8.1996), χρονική περίοδο δηλαδή κατά την οποία αναπτύσσονται υψηλές θερμοκρασίες. Επομένως, ενόψει της χρησιμοποίησης για την παραγωγή της σοκολάτας αυτής αλλοιωμένων ξηρών καρπών, γεγονός που διέφυγε της προσοχής των υπαλλήλων της, η εναγομένη δεν ακολούθησε την ενδεδειγμένη διαδικασία παραγωγής αυτής. Κατά συνέπεια από την ως άνω αμελή συμπεριφορά της εναγομένης επήλθε το ζημιογόνο γεγονός της βλάβης της υγείας του ενάγοντος. Με βάση λοιπόν όλα τα προεκτεθέντα ο ισχυρισμός της εναγομένης (ένσταση) ότι η ελαττωματικότητα της σοκολάτας δεν οφείλεται σε πλημμελή κατασκευή της ή συντήρηση αυτής μέχρι την έξοδο από την επιχείρηση της και ότι συνεπώς ουδέν πταίσμα την βαρύνει, δεν αποδείχθηκε βάσιμος και πρέπει ν' απορριφθεί όπως και οι συναφείς λόγοι της έφεσής της.

Ακόμη, αποδείχτηκε ότι ο ενάγων εξαιτίας της βλάβης της υγείας του, μέχρι την αποκατάσταση της, υπέστη σοβαρή σωματική ταλαιπωρία, αλλά και ψυχική ταλαιπωρία, θλίψη και στενοχώρια αφού η ανάμνηση και η εμπειρία της κατανάλωσης εκ μέρους του της μολυσμένης σοκολάτας δε του επιτρέπει μέχρι τώρα, λόγω της έντονης αποστροφής και του φόβου που νοιώθει, να καταναλώνει τέτοια ή παρόμοια προϊόντα. Τέλος, ενόψει των συνθηκών της ως άνω αδικοπραξίας, του είδους και των συνεπειών της βλάβης της υγείας του ενάγοντος της στενοχώριας και ψυχικής ταλαιπωρίας που αυτός υπέστη, του πταίσματος της εναγομένης και της κοινωνικής θέσης και οικονομικής κατάστασης του από τους διαδίκους φυσικού προσώπου, ήτοι του ενάγοντος - εφεσιβλήτου πρέπει, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, να επιδικαστεί στον τελευταίο (ενάγοντα) για χρηματική του ικανοποίηση, λόγω της ηθικής βλάβης που υπέστη από τη σε βάρος του ως ελέχθη αδικοπραξία, το ποσό των 2.000.000 δραχμών, το οποίο κρίνεται εύλογο τοιούτο (αρ. 932 ΑΚ). Ο ισχυρισμός της εναγομένης κατά τον οποίο το πιο πάνω ποσό είναι υπερβολικό και πρέπει να μειωθεί, είναι αβάσιμος και πρέπει ν' απορριφθεί.

-
Donate Now Keep In Touch
Save and continue